Σάββατο 22 Μαΐου 2010

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2010
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ


Στη δημοσίευση της 12ης Απριλίου 2010 προτάθηκε το κείμενο αυτό ως θέμα για τις πανελλαδικές εξετάσεις από τη φιλόλογο Βρέντζου Μαρία.


Τα θέματα που επιλέχθηκαν για την εξέταση των μαθητών της Γ΄ Λυκείου στο μάθημα της λογοτεχνίας, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αναμενόμενα, και αντιμετωπίσιμα, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Πρόκειται για το ευκολότερο νοηματικά κείμενο της φετινής εξεταστέας ύλης. Το μόνο σημείο που θα έλεγα ότι ίσως κούρασε τους υποψήφιους είναι ο όγκος των θεμάτων, που ήταν ιδιαίτερα αυξημένος σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές. Ωστόσο, οι ερωτήσεις ήταν βάτες, ενώ το παράλληλο κείμενο δεν παρουσίασε ιδιαίτερες δυσκολίες σε ότι αφορά την κατανόηση του.

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ΄ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΤΕΤΑΡΤΗ 19 ΜΑΙΟΥ 2010

Γιώργου Ιωάννου
Στοῦ Κεμάλ τό Σπίτι
Δέν ξαναφάνηκε ἡ μαυροφορεμένη ἐκείνη γυναίκα, πού ἐρχόταν στό κατώφλι μας κάθε χρονιά, τήν ἐποχή πού γίνονται τά μοῦρα, ζητώντας μέ εὐγένεια νά τῆς δώσουμε λίγο νερό ἀπ’ τό πηγάδι τῆς αὐλῆς. Ἔμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηροῦσε ὅμως πάνω της ἴχνη μιᾶς μεγάλης ἀρχοντικῆς ὀμορφιᾶς. Καί μόνο ὁ τρόπος πού ἔπιανε τό ποτήρι, ἔφτανε γιά νά σχηματίσει κανείς τήν ἐντύπωση πώς ἡ γυναίκα αὐτή στά σίγουρα ἦταν μιά ἀρχόντισσα. Δίνοντάς μας πίσω τό ποτήρι, ποτέ δέν παρέλειπε νά μᾶς πεῖ στά τούρκικα τήν καθιερωμένη εὐχή, πού μπορεῖ νά μήν καταλαβαίναμε ἀκριβώς τά λόγια της, πιάναμε ὅμως καλά τό νόημά της: «Ὁ Θεός νά σᾶς ἀνταποδώσει τό μεγάλο καλό». Ποιό μεγάλο καλό; Ἰδέα δέν εἴχαμε.
Καθόταν ἥσυχα γιά ὥρα πολλή στό κατώφλι τῆς αὐλῆς, κι ἀντί νά κοιτάζει κατά τό δρόμο ἤ τουλάχιστο κατά τό πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ1, αὐτή στραμμένη ἔριχνε κλεφτές ματιές πρός τό δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε πότε ἔκλεινε τά μάτια καί τό πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ὀνόματα παράξενα. Ἐμεῖς, πάντως, δέν παραλείπαμε νά τῆς δίνουμε μοῦρα ἀπ’ τήν ντουτιά2, ὅπως ἄλλωστε δίναμε σ’ ὅλη τή γειτονιά καί σ’ ὅποιον περαστικό
----------
1. τό πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ• πρόκειται για το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, όπου σήμερα στεγάζεται το τουρκικό προξενείο.
2. ντουτιά• η συκομουριά
μᾶς ζητοῦσε. Ἡ ξένη τά ἔτρωγε σιγανά, ἀλλά μέ ζωηρή εὐχαρίστηση. Δέ μᾶς φαινόταν παράξενο πού τῆς ἄρεζαν τά μοῦρα μας τόσο πολύ. Τό δέντρο μας δέν ἦταν ἀπό τίς συνηθισμένες μουριές, ἀπ’ αὐτές πού κάνουν ἐκεῖνα τά ἄνοστα νερουλιάρικα μοῦρα. Τό δικό μας ἔκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σά βύσσινα, καί πολύ κόκκινα στό χρώμα. Ἦταν δέντρο παλιό καί τεράστιο, τά κλαδιά του ξεπερνοῦσαν τό δίπατο σπίτι μας. Μοναχά ἕνα κακό εἶχε• τά φύλλα του ἦταν σκληρά καί οἱ μεταξοσκώληκές μου δέν μπορούσαν νά τά φᾶνε. Ἦταν, πάντως, δέντρο φημισμένο σ’ ὅλο τό Ἰσλαχανέ3 κι ἀκόμα πιό πέρα.
Τήν πρώτη φορά πού εἶχε καθίσει ἡ ἄγνωστη γυναίκα στό κατώφλι μας, δέ σκεφτήκαμε νά τῆς προσφέρουμε μοῦρα, ὅμως σέ λίγο μᾶς ζήτησε ἡ ἴδια λέγοντας πώς ἤθελε νά φυτέψει τό σπόρο τους στόν μπαχτσέ4 της. Ἔφαγε μερικά καί τά ὑπόλοιπα τά ἔβαλε σ’ ἕνα χαρτί καί ἔφυγε καταχαρούμενη.
Τή δεύτερη φορά θά ἦταν κατά τό τριάντα ὀχτώ, δυό χρόνια, πάντως, μετά τήν πρώτη, δέν ἔβαλε μοῦρα στό χαρτί. Κάθισε καί τά ἔφαγε ἕνα ἕνα στό κατώφλι. Φαίνεται πώς ὁ σπόρος ἀπ’ τά προηγούμενα εἶχε ἀποδώσει, ἀλλά γιά νά δώσει καί μοῦρα ἔπρεπε, βέβαια, νά περάσουν χρόνια. Τό δέντρο αὐτό, ὅπως ὅλα τά δέντρα πού μεγαλώνουν σιγά, ζεῖ πολλά χρόνια καί ἀργεῖ νά καρπίσει.
Ἡ γυναίκα ξαναφάνηκε καί τόν ἑπόμενο χρόνο, λίγο πρίν ἀπ’ τόν πόλεμο. Ὅμως τή φορά αὐτή τῆς προσφέραμε νερό ἀπ’ τή βρύση. Ἀρνήθηκε νά πιεῖ τό νερό. Μόλις τό ἔφερε στό στόμα, μᾶς κοίταξε στά μάτια καί μᾶς ἔδωσε πίσω τό γεμάτο ποτήρι. Ἐπειδή τήν εἴδαμε πολύ ταραγμένη, θελήσαμε νά τῆς ἐξηγήσουμε. Ὁ σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας εἶχε διοχετεύσει τό βόθρο τοῦ σπιτιοῦ στό βαθύ πηγάδι. «Τώρα πού σᾶς ἔφερα τό νερό στίς κουζίνες σας, δέ σᾶς χρειάζεται τό πηγάδι», μᾶς εἶχε πεῖ. Ἡ γυναίκα βούρκωσε, δέ μᾶς ἔδωσε ὅμως καμιά ἐξήγηση γιά τήν τόση λύπη της. Γιά
----------
3. Ἰσλαχανέ• περιοχή της Θεσσαλονίκης (τουρκ. σωφρονιστήριο)
4. μπαχτσέ• περιβολάκι
νά τήν παρηγορήσουμε τῆς δώσαμε περισσότερα μοῦρα κι ἡ γιαγιά μου τῆς εἶπε κάτι πού τήν ἔκανε νά τιναχτεῖ: «Θά σοῦ
τά ἔβαζα σ’ ἕνα κουτί, ἀλλά δέ βαστᾶνε γιά μακριά». Καί πράγματι εἴχαμε ἀρχίσει κάτι νά ὑποπτευόμαστε. Τήν ἄλλη φορά εἴδαμε, πώς μόλις ἔφυγε ἀπό μᾶς, πῆγε δίπλα στοῦ Κεμάλ τό σπίτι, ὅπου τήν περίμενε μιά ὁμάδα ἀπό τούρκους προσκυνητές, πού κοντοστέκονταν στό πεζοδρόμιο. Ἐμεῖς ὥς τότε θαρρούσαμε πώς εἶναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, ἀπ’ τίς πάμπολλες ἐκεῖνες, πού δέν ἤξεραν λέξη ἑλληνικά, μιά καί ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν εἶχε γίνει με βάση τή θρησκεία καί ὄχι τή γλώσσα. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή στήν ἀρχή μᾶς τάραξε. Δέ μᾶς ἔφτανε πού είχαμε δίπλα μας τοῦ Κεμάλ τό σπίτι, σά μιά διαρκῆ ὑπενθύμιση τῆς καταστροφῆς, θά εἴχαμε τώρα καί τούς τούρκους νά μπερδουκλώνονται πάλι στά πόδια μας; Καί τί ἀκριβῶς ἤθελε ἀπό μᾶς αὐτή ἡ γυναίκα; Πάνω σ’ αὐτό δέν ἀπαντήσαμε, κοιταχτήκαμε ὅμως βαθιά ὑποψιασμένοι. Καί τά ἑπόμενα λόγια μας ἔδειχναν πώς ἡ καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως ἀπό συμπάθεια κι ἐλπίδα. Εἴχαμε κι ἐμεῖς ἀφήσει σπίτια κι ἀμπελοχώραφα ἐκεῖ κάτω.
Ἡ τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τόν πόλεμο. Ἐμεῖς καθόμασταν πιά σέ ἄλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, ὅμως τήν εἴδαμε μιά μέρα νά κάθεται κατατσακισμένη στό κατώφλι τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ μας. Ὁ πρῶτος πού τήν εἶδε, ἦρθε μέσα καί φώναξε: «ἡ τουρκάλα!» Βγήκαμε στά παράθυρα καί τήν κοιτάζαμε μέ συγκίνηση. Παραλίγο νά τήν καλέσουμε ἀπάνω στό σπίτι ⎯τόσο μᾶς εἶχε μαλακώσει τήν καρδιά ἡ ἐπίμονη νοσταλγία της. Ὅμως αὐτή κοίταζε ἀκίνητη τήν κατάγυμνη αὐλή καί τό ἔρημο σπίτι. Μιά ἰταλιάνικη μπόμπα6 εἶχε σαρώσει τήν ντουτιά κι εἶχε ρημάξει τό καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς νά καταφέρει νά τό γκρεμίσει.
Δέν τήν ξανάδαμε ἀπό τότε. Ἦρθε – δέν ἦρθε, ἄγνωστο. Ἄλλωστε καί νά ’ρχότανε δέ θά ’βρισκε πιά τό κατώφλι μέ τό ἀφράτο μάρμαρο γιά νά ξαποστάσει. Τό σπίτι εἶχε ἀπό ----------
6. Μιά ἰταλιάνικη μπόμπα• αναφέρεται στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο (1940-1941)
καιρό παραδοθεῖ σέ μιά συμμορία ἐργολάβων καί στή θέση του ὑψώθηκε μιά πολυκατοικία ἀπ’ τίς πιό φρικαλέες. Τώρα ἑτοιμάζονται νά τήν γκρεμίσουν οἱ γελοῖοι. Ποιός ξέρει τί μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι τό πονηρό μυαλό τους.
Ἄν γίνει αὐτό, θά παραφυλάγω νύχτα μέρα, ἰδίως ὅταν τό σκάψιμο θά ἔχει φτάσει στά θεμέλια, κι ἴσως μπορέσω νά ἐμποδίσω ἤ τουλάχιστο νά καθυστερήσω τό χτίσιμο τοῦ νέου ἐξαμβλώματος7. Τήν προηγούμενη φορά εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ στά βάθη ἕνα θαυμάσιο ψηφιδωτό, πού ἄρχιζε ἀπ’ τό οἰκόπεδο τοῦ δικοῦ μας σπιτιοῦ καί συνεχιζόταν πρός τό σπίτι τοῦ Κεμάλ. Τό ψηφιδωτό αὐτό οἱ δασκαλεμένοι ἐργάτες τό σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα γιά νά μήν τούς σταματήσουν οἱ ἁρμόδιοι. Πάντως, τίς ὧρες πού τό ἔβλεπε τό φῶς τοῦ ἥλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια ἀπ’ τήν ἔκθαμβη γειτονιά. Ὅλοι μιλούσανε γιά τήν ὀμορφιά καί τήν παλιά δόξα, μά ἀνάμεσα στά δυνατά λόγια καί τίς φωνές, ἄκουσα μιά γριά νά σιγολέει: «Στό σπίτι αὐτό καθόταν ἕνας μπέης, πού εἶχε μιά κόρη σάν τά κρύα τά νερά. Κυλιόταν κάτω, ὅταν φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δέν ματαεῖδα».
----------
7. ἐξάμβλωμα• έκτρωμα, κάθε τι το τερατώδες ή κακότεχνο


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1. Ο Γ. Ιωάννου αντλεί τα θέματά του κυρίως από τα παιδικά του χρόνια, τον κόσμο της προσφυγιάς, τον πόλεμο, τη Θεσσαλονίκη, τον τρόπο ζωής των απλών ανθρώπων. Για καθεμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα μέσα από το κείμενο.
Μονάδες 15
Β1.α) Ο Αναστάσης Βιστωνίτης παρατηρεί ότι στα πεζογραφήματα του Γ. Ιωάννου «ο αφηγητής είναι η κυρίαρχη ατομική συνείδηση». Να αναφέρετε δύο στοιχεία που μπορούν να στηρίξουν την άποψη αυτή, καθώς και ένα παράδειγμα μέσα από το κείμενο, για καθένα από αυτά. (Μονάδες 8)
β) Να επισημάνετε στο κείμενο τα τρία βασικά χρονικά επίπεδα πάνω στα οποία οργανώνεται η αφήγηση και να τα σχολιάσετε συνοπτικά με αναφορές στο κείμενο. (Μονάδες 12)
Μονάδες 20
Β2.α) Να ερμηνεύσετε το νόημα των μεταφορών: κλεφτές ματιές (§ 2η), κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι (§ 6η), είχε μαλακώσει την καρδιά (§ 6η), κατάγυμνη αυλή (§ 6η), αφράτο μάρμαρο (§ 7η). (Μονάδες 10)
β) Στην 7η παράγραφο: «Δεν την ξανάδαμε από τότε ... μυαλό τους», να εντοπίσετε την ειρωνεία του αφηγητή και να σχολιάσετε σύντομα τη σκοπιμότητά της. (Μονάδες 10)
Μονάδες 20
Γ1.α) Σε κάθε επίσκεψή της στο σπίτι η γυναίκα παραμένει στο κατώφλι της αυλής. Να εξηγήσετε σε μία παράγραφο τους λόγους της παραμονής της στο συγκεκριμένο χώρο. (Μονάδες 12)
β) « ἀνάμεσα στά δυνατά λόγια καί τίς φωνές, ἄκουσα μιά γριά νά σιγολέει: “Στό σπίτι αὐτό καθόταν ἕνας μπέης, πού εἶχε μιά κόρη σάν τά κρύα τά νερά. Κυλιόταν κάτω, ὅταν φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δέν ματαεῖδα”»: Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο το περιεχόμενο του ανωτέρω αποσπάσματος. (Μονάδες 13)
Μονάδες 25
Δ1. Να συγκρίνετε, ως προς το περιεχόμενο, το πεζογράφημα του Γ. Ιωάννου «Στοῦ Κεμάλ τό Σπίτι» με το απόσπασμα που ακολουθεί από την «Ἀπογραφή ζημιῶν» του ίδιου συγγραφέα.
Μονάδες 20
Δίπλα στό «Ἀκρόπολις» καί μέχρι τήν ὁδό Πλάτωνος ἦταν στή σειρά σπίτια μικρά καί παμπάλαια, ὅπου μέχρι καί τήν Κατοχή κατοικούσανε οἰκογένειες Ἑβραίων. Αὐτά, μέ τό ξενοδοχεῖο μαζί, σχημάτιζαν τή βορινή πλευρά τῆς πλατείας, πού σήμερα ὀνομάζεται «Μακεδονομάχων». Τά Σάββατα
γριές Ἑβραίισες, μέ τίς πατροπαράδοτες ἀτλαζένιες1 φορεσιές τῆς Καστίλλιας, στεκόντουσαν στίς ἐξώπορτες μέ σταυρωμένα τά χέρια, γιά νάπεράσει ἥσυχα καί ἀναμάρτητα ἡ ἅγια ἀργία2. Τά σπίτια αὐτά, ἄν δέν εἶχαν προλάβει νά τά κατεδαφίσουν οἱ ἐργολάβοι, θά τά κατεδάφιζαν τώρα ὁπωσδήποτε οἱ στρατιωτικές μπουλντόζες, σέ συνεργασία, βέβαια, μέ τούς πολιτικούς μηχανικούς καί τούς ἄλλους σπουδαίους, πού δέν ξέρω τί νά πῶ, ἀλλά σάν πολύ εὔκολα, προκειμένου γιά παλαιά σπίτια, σημειώνουν τήν ἔνδειξη «κατεδαφιστέον». Θαρρεῖς καί τό θεωροῦν ὅλοι τους εὐκαιρία νά ἐξωραΐσουν τήν πόλη κατά τά γοῦστα τους καί τά πρότυπά τους, ἀπαλλάσσοντάς την ἀπό τίς ἐνοχλητικές αὐτές παλιατσαρίες3, πού πλαισιώνουν, καί πολύ ταιριαχτά μάλιστα, τά βυζαντινά μνημεῖα καί τούς χώρους τῆς παλαιᾶς ζωῆς. Ἔτσι σαρώθηκε σιγά σιγά, ἀπό χρόνια, ὅλη ἡ παλιά γειτονιά ἡ γύρω ἀπό τή Ροτόντα, δηλαδή ἡ παλιά ἑλληνική συνοικία τῆς Καμάρας, αὐτή πού ἔδινε τόν τόνο καί τά ἐπιχειρήματα, καί ἀφέθηκε ὁ τόπος ἐλεύθερος γιά νά φωτογραφίζουν οἱ τουρίστες μέ ἄνεση τή Ροτόντα.
(Γιώργου Ιωάννου, «Ἀπογραφή ζημιῶν», από τη συλλογή Το δικό μας αίμα, 1980)
----------
1. ατλαζένιες: γυαλιστερές
2. άγια αργία: εννοεί την ημέρα του Σαββάτου, ημέρα αργίας για τους Εβραίους
3. παλιατσαρίες: σύνολα παλαιών, φθαρμένων ή και άχρηστων αντικειμένων

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Α1. Ένα από τα βασικά γνωρίσματα των έργων του Γ. Ιωάννου είναι ότι αντλεί τα θέματά του κυρίως από τα βιώματα των παιδικών του χρόνων, τον κόσμο των προσφύγων, την εποχή και τα βιώματα της Κατοχής, τον τόπο καταγωγής του – τη Θεσσαλονίκη – καθώς και από τον τρόπο ζωής των απλών ανθρώπων. Οι παρακάτω φράσεις μέσα από το κείμενο είναι ενδεικτικές για καθεμιά από τις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν:
• Παιδικά χρόνια: «Μονάχα…φάνε» σελ. 266
• Κόσμος προσφύγων: «είχαμε κι εμείς…κάτω» σελ. 267
• Πόλεμος: «Μια παλιά ιταλιάνικη μπόμπα…γκρεμίσει» σελ. 267
• Θεσσαλονίκη: «Ήταν πάντως δέντρο…πιο πέρα» σελ. 266
• Τρόπος ζωής απλών ανθρώπων: «Εμείς, πάντως, …μας ζητούσε» σελ. 265

Β1.
α. Ο ίδιος ο Γ. Ιωάννου ονομάζει τα έργα του «βιωματικά», χρησιμοποιεί δηλαδή ως βασικό υλικό τα βιώματά του από τα παιδικά του χρόνια, την προσφυγιά και τον πόλεμο. Ο αφηγητής είναι δραματοποιημένος (ομοδιηγητικός), βλέπει δηλαδή τα γεγονότα από εσωτερική οπτική γωνία, από την οπτική γωνία ενός προσώπου του έργου (αφήγηση με εσωτερική εστίαση)˙ συμμετέχει στα δρώμενα, όμως στέκεται απόμακρα ως μέρος ενός συνόλου, της οικογένειάς του.
• Η χρήση του α΄ πληθυντικού προσώπου είναι ένα στοιχείο που αποδεικνύει ακριβώς αυτή τη συμμετοχή του ίδιου του αφηγητή ως μέλος ενός συνόλου (« δεν την ξανάδαμε», «το δικό μας σπίτι», «κοιταχτήκαμε»).
• Επιπλέον, η έντονη αντίθεση του αφηγητή απέναντι στην εισβολή της αστικοποίησης, οι σκέψεις του και οι προβληματισμοί του πάνω σε αυτό το θέμα, αποτελούν ένα στοιχείο που δείχνει ότι η «ατομική συνείδηση» του Ιωάννου κυριαρχεί στο έργο του («Αν γίνει αυτό …εξαμβλώματος»).
• Τέλος, στο έργο αυτό εντοπίζονται αυτοβιογραφικά στοιχεία που αφορούν στον ίδιο τον Ιωάννου: το σπίτι του αφηγητή, η Θεσσαλονίκη, η έντονη νοσταλγία κλπ («και τα επόμενα λόγια μας …εκεί κάτω»)


β. Η αφήγηση αρχίζει με μία μορφή αναδρομής: ξεκινά από το παρόν (Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα) και με μια αναφορική πρόταση μεταφέρεται ανεπαίσθητα στο παρελθόν (που ερχόταν στο κατώφλι μας..) για να αφηγηθεί τις επισκέψεις της άγνωστης γυναίκας (αφήγηση επισκέψεων: με χρονική σειρά – ευθύγραμμη)
- έπειτα επανέρχεται στο παρόν με επανάληψη της παραπάνω φράσης κάπως παραλλαγμένης (Δεν την ξαναείδαμε από τότε) και επιστρέφει στο παρελθόν με τη φράση Την προηγούμενη φορά.
- τέλος, κλείνει την αφήγηση με την εγκιβωτισμένη αναδρομή που υπάρχει στα λόγια της γριάς που μας φέρνουν στο απώτερο παρελθόν (πιο μακρινό από τις επισκέψεις της ηρωίδας)
- ωστόσο, υπάρχει και μια υποτυπώδης πρόδρομη αφήγηση στο σημείο που ο αφηγητής απειλεί ότι στο μέλλον θα παραφυλάει για να εμποδίσει ή να καθυστερήσει το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος.
→ Το αφήγημα λοιπόν εκτείνεται σε όλες τις χρονικές βαθμίδες: παρελθόν, παρόν και μέλλον.

Β.2. α.
• «Κλεφτές ματιές»: τονίζεται η μυστήρια και αινιγματική συμπεριφορά της γυναίκας που προκαλούσε το ενδιαφέρον των ιδιοκτητών του σπιτιού.
• «κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι»: πρόκειται για την έντονη συναισθηματική συντριβή που βιώνει η γυναίκα όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει απομείνει τίποτα πια από το πατρικό της σπίτι, λόγω της ερήμωσης και της καταστροφής.
• «είχε μαλακώσει την καρδιά»: ο αφηγητής και η οικογένειά του δείχνουν απόλυτη κατανόηση και συμπόνια απέναντι στην γυναίκα˙ επικρατεί η ευαισθησία, η ανθρωπιά και η συγκίνηση αφού τα βιώματά τους είναι κοινά: ο ξεριζωμός και η προσφυγιά είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από εθνικότητα ή θρησκεία.
• «κατάγυμνη αυλή»: η μεταφορά αυτή καθρεπτίζει την ερήμωση και την καταστροφή όχι μόνο του σπιτιού αλλά και του παρελθόντος της γυναίκας.
• «αφράτο μάρμαρο»: πρόκειται για μια μεταφορά που δείχνει την ομορφιά, την απλότητα και τη χάρη της παλιά αρχοντικής αρχιτεκτονικής που σε τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σύγχρονη αισθητική των κτηρίων.

β. Ο συγγραφέας με αφορμή την ανέγερση της πολυκατοικίας στο σημείο όπου πριν βρισκόταν το σπίτι της ηρωίδας, προεκτείνει τις σκέψεις του δίνοντας έμφαση στην προκλητική εισβολή του νέου κόσμου, του σύγχρονου τρόπου ζωής. Ο τρόπος με τον οποίο σχολιάζει το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα καυστικός: οι εργολάβοι αποτελούν συμμορία και είναι γελοίοι, με πονηρό μυαλό, οι πολυκατοικίες φρικαλέες, ενώ ολόκληρη η οικοδομική δραστηριότητα επισύρει την ειρωνεία του (μεγαλεπήβολο σχέδιο). Όλα τα παραπάνω σηματοδοτούν την αρχή της αστικοποίησης με τον νέο κόσμο να εισβάλλει και να επιβάλλει τους δικούς του κανόνες, διαλύοντας οτιδήποτε καλαίσθητο, γραφικό, φυσικό και γνήσιο, όπως το όμορφο ξυλόδετο σπίτι, με το κατώφλι του, τη μουριά, το πηγάδι, την αυλή, την ευρυχωρία, το φυσικό νερό από το πηγάδι και γενικά όλο αυτό το φυσικό περιβάλλον με το οποίο οι άνθρωποί του έχουν μια ιδιαίτερα στενή σχέση. Στόχος, επομένως, του συγγραφέα είναι με αφορμή το συγκεκριμένο συμβάν, να δώσει μια γενικότερη άποψη και να καταγγείλει την άναρχη επέκταση του αστικού και μοντέρνου τρόπου ζωής που έπληξε την αυθεντικότητα του λαϊκού βίου.

Γ1.
α. Το κατώφλι της αυλής αποτελεί για τη γυναίκα το σύμβολο της προηγούμενης ζωής της, το σημείο εκείνο που την κρατά δεμένη με το πατρικό της σπίτι και το παρελθόν της. Οι λόγοι που παραμένει καθηλωμένη εκεί θα μπορούσε να είναι οι εξής:
• Είναι ιδιαίτερα διακριτική καθώς δε θέλει να προκαλέσει ενόχληση στους ιδιοκτήτες.
• Κάθεται σε απόμακρο σημείο από δισταγμό αλλά και φόβο μήπως αποκαλυφθεί η ταυτότητά της, καθώς δεν γνωρίζει ποιες θα είναι οι αντιδράσεις των νέων ιδιοκτητών σε περίπτωση που μάθουν την ταυτότητά της.
• Της δίνεται η δυνατότητα να μείνει μόνη και απερίσπαστη, να αναπολήσει και να συγκινηθεί με τις νοσταλγικές μνήμες από το παρελθόν της.
• Όπως επιβεβαιώνεται στο τέλος από τη μαρτυρία της γριάς, το κατώφλι αυτό ήταν που φιλούσε η νεαρή όταν αποχωριζόταν το πατρικό της σπίτι, κάτι που δείχνει το στενό δέσιμό της με αυτό.
β. Η ανακάλυψη του θαυμάσιου ψηφιδωτού αποτέλεσε την αφορμή για την εύρεση της αλήθειας και τη λύση του μυστηρίου σχετικά με την ταυτότητα της άγνωστης γυναίκας. Η γριά που βρέθηκε εκεί, αποκάλυψε ότι στο σπίτι αυτό ζούσε ένα μπέης που είχε μια όμορφη κόρη. Μετά που αποφασίστηκε η ανταλλαγή πληθυσμών, η κοπέλα αποχωρίστηκε το πατρικό της με έντονο σπαραγμό. Με αριστοτεχνικό λοιπόν τρόπο, αποκαλύπτεται ότι η άγνωστη γυναίκα ήταν μια πλούσια αρχοντοπούλα, κόρη ενός μπέη και ότι το σπίτι εκείνο ήταν το πατρικό της. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί και την αρχοντική εμφάνιση και συμπεριφορά της.

Δ1.
Είναι ευδιάκριτες οι αναλογίες που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο κείμενα, καθώς θεματικά, διακρίνουμε κοινά μοτίβα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας γενικά στα έργα του:
• Και στα δύο κείμενα είναι εμφανής η εμμονή του συγγραφέα με τη Θεσσαλονίκη, καθώς αποτελεί το βασικό τόπο στα πεζογραφήματά του. Στο «Απογραφή Ζημιών» ο τόπος παρουσιάζεται πιο λεπτομερειακά με αναφορές σε συγκεκριμένα σημεία της πόλης (Ακρόπολις, πλατεία Μακεδονομάχων, Ροτόντα, Καμάρα), ενώ «Στου Κεμάλ το σπίτι» υπάρχουν μόνο δύο αναφορές (Ισλαχανέ, το σπίτι του Κεμάλ).
• Ο χρόνος και στις δύο περιπτώσεις είναι τα ταραγμένα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. («Απογραφή Ζημιών»: Κατοχή, στρατιωτικές μπουλντόζες - «Στου Κεμάλ το σπίτι»: ιταλιάνικες μπόμπες).
• Γενικά, υπάρχουν αναφορές σε βιωματικές εμπειρίες και στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού (ο ξεριζωμός, η προσφυγιά, η απλή καθημερινή ζωή των ανθρώπων που ζουν στα όμορφα σπίτια με τις αυλές και τα κατώφλια, η δοκιμασία του πολέμου, η αστικοποίηση).
• Και στα δύο κείμενα στηλιτεύεται η εισβολή του σύγχρονου κόσμου στον παλιό. Στο «Απογραφή Ζημιών» γίνεται αναφορά στην καταστροφή και εξαφάνιση καθετί παραδοσιακού (μικρά παμπάλαια σπίτια, παραδοσιακές φορεσιές, μνημεία) με δικαιολογία τον εξωραϊσμό της πόλης, μοτίβο που συναντάμε, όπως προαναφέρθηκε, και στο δεύτερο κείμενο. Επομένως και στις δύο περιπτώσεις ο συγγραφέας καταγγέλλει την ανέγερση των σύγχρονων ακαλαίσθητων σπιτιών και γενικότερα τη εισβολή της αστικοποίησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου